- αζαγιά
- η1. αιθάλη, καπνιά2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος5. το έντομο αράχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + -ιάπρβλ. αράχνη-αραχνιά].
Dictionary of Greek. 2013.